- ἐξόπισθεν
- ἐξόπισθενbackwardsindeclform (adverb)ἐξοπίζωsqueeze out the juiceaor ind pass 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξόπισθεν — ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν) επίρρ. 1. από πίσω 2. πίσω από κάποιον μσν. 1. προς τα πίσω 2. ύστερα από κάποιον αρχ. φρ. τὰ ἐξόπισθεν από δω και πέρα, στο εξής … Dictionary of Greek
εξόπιθεν — βλ. εξόπισθεν … Dictionary of Greek
εξόπιν — ἐξόπιν (Α) επίρρ. βλ. εξόπισθεν … Dictionary of Greek
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek
τἀξόπισθε — ἐξόπισθε , ἐξόπισθε backwards indeclform (adverb) ἐξόπισθε , ἐξόπισθεν backwards poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόπισθ' — ἐξόπισθε , ἐξόπισθε backwards indeclform (adverb) ἐξόπισθε , ἐξόπισθεν backwards poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόπισθε — backwards indeclform (adverb) ἐξόπισθεν backwards poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)